Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης

Στο πλαίσιο ευρωπαϊκής πολιτικής για τη διασφάλισης καλύτερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, προωθείται η εναλλακτική επίλυση των διαφορών και η προαγωγή του φιλικού διακανονισμού. Με την Οδηγία 2008/52/ΕΚ[1] ενθαρρύνεται η προσφυγή στη διαμεσολάβηση, ως εναλλακτική μορφή επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών. Προκειμένου να εισαχθεί η διαμεσολάβηση στην ελληνική έννομη τάξη, ο νομοθέτης θέσπισε την υποχρεωτική υπαγωγή σε αυτήν ορισμένων διαφορών, η δε υποχρεωτικότητα αυτής αναφέρεται αποκλειστικά στη συμμετοχή των μερών σε μία αρχική συνεδρία με τον διαμεσολαβητή, χωρίς ωστόσο να απαιτείται η επίτευξη συμφωνίας.
✔ Η έννοια της διαμεσολάβησης.
Ο θεσμός της διαμεσολάβησης εισήχθη στο ελληνικό δίκαιο με τον Ν. 3898/2010 (ΦΕΚ 211/Τ.Α’/16-12-2010)[2] με τον οποίο ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη η οδηγία 2008/52/ΕΚ. Από το Νοέμβριο του 2019 και ενόψει της ανάγκης για καλύτερη εναρμόνιση της ανωτέρω Οδηγίας στην ελληνική νομοθεσία, η διαμεσολάβηση ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν. 4640/2019 (ΦΕΚ 190/Τ. Α’/30-11-2019).[3] Διαμεσολάβηση είναι η διαδικασία κατά την οποία τα μέρη με τη βοήθεια ενός ανεξάρτητου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, καθορίζουν τα θέματα της διαφοράς τους, αναζητούν τις δυνητικές λύσεις για την επίλυσή τους και αποπειρώνται να καταλήξουν σε μια συμφωνία που θα ικανοποιεί τα πραγματικά τους συμφέροντα.
✔ Η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης (ΥΑΣ). Έννοια και πεδίο εφαρμογής.
Υποχρεωτική αρχική συνεδρία είναι η συνεδρία μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών, η οποία λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά στις περιπτώσεις των ιδιωτικών διαφορών που προβλέπονται στο νόμο, πριν τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο.[4] Οι διαφορές που υπάγονται σε αυτήν είναι[5]: α) οι στο νόμο αναφερόμενες οικογενειακές διαφορές, β) οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς[6] και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και γ) οι διαφορές για τις οποίες τα μέρη έχουν προβλέψει ρήτρα διαμεσολάβησης με έγγραφη συμφωνία. Προϋπόθεση για την υπαγωγή των συγκεκριμένων διαφορών ιδιωτικού δικαίου στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία είναι τα μέρη να έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της μεταξύ τους διαφοράς.
✔ Η διαδικασία της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος φέρει την υποχρέωση να ενημερώνει τον εντολέα του εγγράφως για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία.[7] Το επισπεύδον μέρος υποβάλλει στο διαμεσολαβητή που έχει οριστεί από τα μέρη ή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης.[8] Ο διαμεσολαβητής ορίζει την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας και γνωστοποιεί εγγράφως τα παραπάνω στοιχεία στα μέρη. Κατά τη διεξαγωγή της αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης τα μέρη παρίστανται μαζί με το νομικό τους παραστάτη. Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και οι πληροφορίες που αναφέρουν τα μέρη δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία.[9] Μετά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό το οποίο υπογράφεται από τον ίδιο και όλους τους συμμετέχοντες. Σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, τα μέρη δύνανται ανεμπόδιστα να προσφύγουν στη τακτική δικαιοσύνη.
✔ Η υποχρεωτικότητα της Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης.
Αν, μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, τα μέρη ασκήσουν αγωγή ή την έχουν ήδη ασκήσει, το πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, καθώς και το ενημερωτικό έγγραφο διαμεσολάβησης κατατίθενται στο δικαστήριο μαζί με τις προτάσεις, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης.[10] Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η υποχρεωτικότητα της συνεδρίας έγκειται στο γεγονός, ότι η συζήτηση της τυχόν ασκηθησομένης αγωγής κηρύσσεται απαράδεκτη, αν το σχετικό πρακτικό δεν κατατεθεί μαζί με τις προτάσεις. Με τη διάταξη αυτή, διαφυλάσσεται ο σκοπός του νομοθέτη που, όπως προαναφέρθηκε, είναι η προαγωγή του φιλικού διακανονισμού και η διευκόλυνση της πρόσβασης στην εναλλακτική επίλυση των διαφορών. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί σε στάδιο μεταγενέστερο της κατάθεσης των προτάσεων, καθώς μειώνεται σημαντικά η πιθανότητα επίλυσης της διαφοράς μέσω της διαμεσολάβησης, εφόσον οι διάδικοι θα έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία συμμετοχής τους στη δίκη.[11]
Ιφιγένεια Διαμαντοπούλου
Δικηγόρος
Δ.Μ.Σ. Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών ΠΑ.ΠΕΙ.
Υποψήφια Διδάκτωρ Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου
[1] Οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις διασυνοριακών διαφορών
[2] Ν. 3898/2010: «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις».
[3]Ν.4640/2019, «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες διατάξεις»
[4] Άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 4640/2019
[5] Άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 4640/2019
[6] Αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ
[7] Άρθρο 3 παρ. 6 Ν. 4640/2019
[8] Άρθρο 7 παρ. 2 Ν. 4640/2019
[9] Διαμαντόπουλος Γ., «Η διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών στο ελληνικό δίκαιο», Εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2019, σελ.376, διαθέσιμο στο: sakkoulas-online
[10] Άρθρο 7 παρ. 4 ν. 4640/2019
[11] ΜονΠρΘες 30/2022