Η παροχή ή μη εργασίας λόγω πυρκαγιάς

Η υποχρέωση ή μη παροχής εργασίας των εργαζομένων σε περίπτωση πυρκαγιάς αντιμετωπίζεται από τον Αστικό Κώδικα και ειδικότερα την εργατική νομοθεσία σε συνάρτηση με την έκταση της πυρκαγιάς και τις συνέπειές της στη δυνατότητα λειτουργίας της επιχείρησης, καθώς ο εργαζόμενος δικαιούται το μισθό ή το ημερομίσθιό του με τις προϋποθέσεις των άρθρων 657 και 658 του Αστικού Κώδικα[1], παρά την αδυναμία προσέλευσής του στην εργασία του, εφόσον η επιχείρηση λειτούργησε κανονικά, ενώ σε περίπτωση προσωρινής ή οριστικής διακοπής των εργασιών της επιχείρησης λόγω εκτεταμένων πυρκαγιών που συνιστούν λόγο ανωτέρας βίας ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής μισθού στον εργαζόμενο.
Ι. ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Στην περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση λειτούργησε κανονικά, η αδυναμία του εργαζομένου να προσέλθει στην επιχείρηση για να παρέχει την εργασία του λόγω πυρκαγιάς, παρά την καταβληθείσα εκ μέρους του προσπάθεια, αποτελεί κώλυμα για το οποίο δεν έχει υπαιτιότητα κι επομένως δικαιούται να λάβει το ημερομίσθιο ή το μισθό του, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 657 και 658 του Αστικού Κώδικα.
ΙΙ. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Στην περίπτωση κατά την οποία η πυρκαγιά δεν έβλαψε τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης αλλά είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των εργασιών της επιχείρησης ή τη δημιουργία οικονομικών δυσχερειών σε αυτήν, η μη αποδοχή της εργασίας των μισθωτών περιάγει τον εργοδότη σε υπερημερία. Κατά το λόγο αυτό, ο περιορισμός των εργασιών και οι οικονομικές δυσχέρειες αποτελούν «τυχηρό γεγονός» που δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την καταβολή του μισθού. Το δικαίωμα ημερομισθίου ή μισθού έχει ο εργαζόμενος και όταν η επιχείρηση δεν λειτούργησε κανονικά επειδή ο εργοδότης διέκοψε τη λειτουργία της χωρίς να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα άκρας επιμελείας και συνέσεως και ο εργαζόμενος δεν κατάφερε να μεταβεί στην επιχείρηση.
ΙΙΙ. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ Ή ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 656 ΑΚ ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Κατά συνέπεια ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του μισθού όταν τα περιστατικά που καθιστούν αδύνατη την αποδοχή της εργασίας συνιστούν ανωτέρα βία.
Ανωτέρα βία αποτελεί – σύμφωνα με νομολογία των Δικαστηρίων της χώρας- κάθε γεγονός τυχηρό που δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμη και με την επίδειξη άκρας επιμέλειας και σύνεσης, όπως ακραία καιρικά φαινόμενα, φυσικές καταστροφές αλλά και ανθρωπογενείς καταστάσεις που δεν μπορούν να αποφευχθούν. Η ολική ή μερική καταστροφή των εγκαταστάσεων μιας επιχείρησης από εκτεταμένη πυρκαγιά που προκάλεσε είτε προσωρινή είτε οριστική διακοπή της λειτουργίας των εργασιών μιας επιχείρησης έχει κριθεί ότι συνιστά ανώτερη βία που επιφέρει την απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής του μισθού..
Επιπλέον, στην περίπτωση της οριστικής και ολικής διακοπής λειτουργίας της επιχείρησης ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, εκτός και εάν η επιχείρηση ήταν ασφαλισμένη για τον συγκεκριμένο ασφαλιστικό κίνδυνο της καταστροφής από πυρκαγιά, οπότε οφείλεται στον εργαζόμενο η καταβολή των 2/3 του ύψους της αποζημίωσης απόλυσης.[2]
ΙV. ΑΔΕΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
– Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα – στις περιπτώσεις αυτές που συνιστούν ανωτέρα βία- δικαιούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 4808/2021, άδεια απουσίας από την εργασία λόγω ανωτέρας βίας με αποδοχές έως δύο φορές το χρόνο από μία εργάσιμη ημέρα.
– Οι εργαζόμενοι που δεν κατόρθωσαν να εργαστούν λόγω πυρκαγιάς ή και άλλων έκτακτων φαινομένων δεν μπορούν να δηλωθούν από τον εργοδότη ότι έλαβαν κανονική άδεια για τις ημέρες αυτές που δεν παρείχαν την εργασία τους.
Ελεονώρα Αναγνώστου
Δικηγόρος
D.E.A. Droit Economique et Social
Université Paris IX – Dauphine
[1] Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθ. 657 ΑΚ ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωσή του για το μισθό, αν ύστερα από 10ήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του , ενώ ο εργοδότης μπορεί να αφαιρέσει από το μισθό τα ποσά που εξαιτίας του εμποδίου καταβλήθηκαν από υποχρεωτική ασφάλιση, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 658 ΑΚ το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρείται η αξίωση για το μισθό δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, αν το εμπόδιο εμφανίστηκε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της σύμβασης και το μισό μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση.
[2] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 6 παρ. 2 του ν. 2112/1920.