ΑΠ 739/2024: Συγκοινοποιούμενα με την επιταγή εκτελέσεως έγγραφα προς τον οφειλέτη σε περιπτώσεις μεταβίβασης απαιτήσεων προς τιτλοποίηση με εκχώρηση

Με την υπ’ αρ. 739/2024 απόφασή του ο Άρειος Πάγος εξέτασε την αίτηση αναίρεσης που υποβλήθηκε από εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και αναίρεσε την εφετειακή απόφαση, η οποία έκρινε ότι για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτείται η κοινοποίηση στον καθ’ ου της σύμβασης μεταβίβασης της απαίτησης.
- ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 6 του ν. 3156/2003[1], η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων προς τιτλοποίηση, διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του Α.Κ., η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του Α.Κ., εφόσον οι εν λόγω διατάξεις δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού. Κατά την παρ. 8 του ίδιου άρθρου, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000[2] και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων.
Περαιτέρω, στην παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων επέρχεται από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, εκτός αν ορίζεται άλλως στη σύμβαση, η δε μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από το μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να προσδιορίζονται και οι απαιτήσεις στις οποίες αφορά η μεταβίβαση. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 10 του ίδιου άρθρου, ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού. Τέλος, στην παράγραφο 16 του ίδιου άρθρου αναφέρεται ότι στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η σύμφωνα με την παράγραφο 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή.
Το άρθρο 325 ΚΠολΔ ορίζει ότι το δεδικασμένο ισχύει, μεταξύ άλλων, όχι μόνο υπέρ και κατά των διαδίκων, αλλά και εκείνων που έγιναν διάδοχοί τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της. Επομένως, ισχύει και για τις εταιρίες στις οποίες μεταβιβάζονται οι ενοχικές και εμπράγματες αξιώσεις εκ σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου είτε δυνάμει του Ν.3601/2007, είτε δυνάμει των ως άνω διατάξεων του Ν.3156/2003. Κατά το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, επίσης, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να επισπεύσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν.
- ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΡΙΝΟΜΕΝΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Στην υπόθεση που απασχόλησε τη σχολιαζόμενη απόφαση, κατόπιν σειράς διαδοχών η απαίτηση εκ σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταβιβάστηκε από την προγενέστερη χρονικά δικαιούχο στην εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων μέσω εκχώρησης. Η σύμβαση εκχώρησης καταχωρίσθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και την ΥΑ 161338/2003 του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με αυτή την καταχώριση, μεταβιβάστηκε και το δικαίωμα υποθήκης, και η εταιρία διαχείρισης κατέστη ειδική διάδοχος της απαίτησης. Σύμφωνα με την απόφαση, τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στην αναιρεσίβλητη από την εταιρία διαχείρισης ήταν επαρκή για να αποδείξουν ότι η εταιρεία είχε νομίμως αναλάβει την είσπραξη και διαχείριση της απαίτησης.
Το δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν απαιτείται η κοινοποίηση του πλήρους κειμένου της σύμβασης μεταβίβασης της απαίτησης για την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Αντίθετα, τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη διαδοχή της απαίτησης και τη νομική εξουσιοδότηση της εταιρίας διαχείρισης να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση ήταν επαρκή. Αναφορικά με την ειδική διαδοχή, το δικαστήριο τόνισε ότι η νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ξεκινά από την καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης και της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης στο δημόσιο βιβλίο, γεγονός που νομιμοποιεί την εταιρεία να προχωρήσει στην αναγκαστική εκτέλεση.
Άλλωστε, κατά τη συστηματική ερμηνεία του α. 1 παρ. 1 στ. α του ν. 4354/2015[3], καθίσταται ανεπίτρεπτη η κοινοποίηση του συνόλου της σύμβασης πώλησης απαιτήσεων, καθότι συνήθως η σύμβαση αυτή αφορά μεγάλο αριθμό οφειλετών. Συνεπώς θα συνεπαγόταν την κοινολόγηση στοιχείων που καταλαμβάνονται από το τραπεζικό απόρρητο αλλά και προσωπικών δεδομένων στον οφειλέτη, κατά τρόπο ώστε να δημιουργούνται αμφιβολίες για τη συμβατότητα της πρακτικής αυτής με τις διατάξεις του Κανονισμού 2016/679[4].[5]
Ελισσάβετ-Άννα Βάλβη
Δικηγόρος
Δ.Μ.Σ. Χρηματοοικονομικού και Θεσμικού Πλαισίου των Αγορών Χρήματος και Κεφαλαίου,
Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
LL.M. in Forensics, Criminology and Law,
Law School, Maastricht University
[1] Νόμος 3156/2003 (ΦΕΚ Α΄157/25.6.2003) με τίτλο «Ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα και άλλες διατάξεις»
[2] Νόμος 2844/2000 (ΦΕΚ 220/Α/12-10-2000) με τίτλο «Συμβάσεις επί κινητών ή απαιτήσεων υποκείμενες σε δημοσιότητα και άλλες συμβάσεις παροχής ασφάλειας»
[3] Νόμος 4354/2015 (ΦΕΚ Α΄176/16.12.2015) με τίτλο «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»
[4] Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)
[5] Παρατηρήσεις Νικολάου Μ. Κατηφόρη, Επίκουρου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών επί της απόφασης ΜΠρΝαξ 57/2020 σε ΕΠολΔ 4/2020