ΑΠ 1040/2024: Κατάσχεση απαιτήσεων από τραπεζικούς λογαριασμούς στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος με ηλεκτρονική κοινοποίηση του κατασχετηρίου

Με την υπ’ αρ. 1040/2024 απόφασή του ο Άρειος Πάγος εξέτασε την αίτηση αναίρεσης που υποβλήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο και αναίρεσε την εφετειακή απόφαση, η οποία έκρινε ότι ορθώς η καθ’ ης η ανακοπή κατά της εκτέλεσης ανώνυμη τραπεζική εταιρία δεν προέβη σε δέσμευση κάθε μελλοντικής απαίτησης του οφειλέτη του Ελληνικού Δημοσίου.
- ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παράγραφοι 1 και 3 ΚΕΔΕ[1], «η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου διά κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην περιέχοντος δε: α) το όνομα, επώνυμον, όνομα πατρός του οφειλέτου, β) το ονοματεπώνυμον του τρίτου εις χείρας του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεσις, γ) το ποσόν δια το οποίον επιβάλλεται η κατάσχεσις, δ) πίνακα χρεών του οφειλέτου και ε) χρονολογίαν και υπογραφήν του διευθυντού του δημοσίου ταμείου. Δια του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα υπ` αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα καταθέσει εντός οκτώ ημερών εις το δημόσιον ταμείον. Από της ημέρας κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου εις τον τρίτον δεν δύναται ούτος να αποδώση προς τον οφειλέτην του Δημοσίου τα κατασχεθέντα χρήματα ή πράγματα ουδέ δύναται να συμψηφίση προς ανταπαντήσεις του μεταγενεστέρας της κατασχέσεως…». Σύμφωνα δε με το άρθρο 30 Α ΚΕΔΕ[2], «ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, το κατασχετήριο έγγραφο κοινοποιείται στο κεντρικό κατάστημα ή σε οποιοδήποτε υποκατάστημα αυτών και μπορεί να περιέχει πολλούς οφειλέτες του Δημοσίου. Στο κατασχετήριο αυτό έγγραφο επισυνάπτεται για τον κάθε οφειλέτη πίνακας στον οποίο αναφέρεται το είδος και το ποσό κάθε οφειλής, ως και ο αριθμός και η χρονολογία βεβαίωσής της. Η δήλωση του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32, γίνεται κοινή για όλους τους οφειλέτες του κατασχετηρίου εγγράφου και συνοδεύεται απαραίτητα από παραστατικό κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού του κάθε οφειλέτη για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ημερών πριν την ημερομηνία επίδοσης του κατασχετηρίου εγγράφου και μιας ημέρας μετά από αυτήν, άλλως θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ δήλωση.»
Στο άρθρο 30 Β του ΚΕΔΕ[3], ορίζεται ότι: «Προκειμένου ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, οι κοινοποιήσεις τόσο του κατασχετηρίου όσο και της δήλωσης του άρθρου 32 με το πιο πάνω παραστατικό, ενεργούνται μέσω μοναδικών διαμετακομιστικών κόμβων ηλεκτρονικής διασύνδεσης και επικοινωνίας, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο ασφαλή και ορίζονται από κοινού από το Ελληνικό Δημόσιο και όλα τα εγκατεστημένα στη χώρα πιστωτικά ιδρύματα, όπως εκπροσωπούνται για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών ή την Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών κατά περίπτωση. Η κοινοποίηση του κατασχετηρίου θεωρείται ότι συντελέστηκε κατά την ημερομηνία και ώρα αποστολής της ηλεκτρονικής βεβαίωσης παραλαβής του από το πιστωτικό ίδρυμα, μέσω του διαμετακομιστικού κόμβου που δηλώθηκε από αυτό. Η επίδοση της δήλωσης του άρθρου 32 θεωρείται ότι συντελέστηκε κατά την ημερομηνία και ώρα αποστολής της ηλεκτρονικής βεβαίωσης παραλαβής της, μέσω του διαμετακομιστικού κόμβου που δηλώθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο.»
Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 3 ΚΕΔΕ «η επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στο πιστωτικό ίδρυμα έχει τα αποτελέσματα της αυτοδικαίως χωρούσας αναγκαστικής εκχώρησης»[4]. Σε περίπτωση επιβολής κατάσχεσης απαιτήσεων από τραπεζικούς λογαριασμούς στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος, η δέσμευση των λογαριασμών του οφειλέτη καταλαμβάνει μόνο το υφιστάμενο υπόλοιπο, εκτός αν κατάσχονται και μελλοντικές απαιτήσεις από τους λογαριασμούς, οπότε η δέσμευση καταλαμβάνει κάθε ποσό που κατατίθεται στους λογαριασμούς του οφειλέτη του κατασχόντος και μετά την επίδοση του κατασχετηρίου. Το τελευταίο, όμως, απαιτεί, στο πλαίσιο της σαφήνειας και του ορισμένου του κατασχεθέντος αντικειμένου, τη σαφή αναφορά στο κατασχετήριο περί κατάσχεσης και μελλοντικών απαιτήσεων του οφειλέτη και του πιστωτικού ιδρύματος από τους τηρούμενους τραπεζικούς λογαριασμούς[5]. Έτσι, απαιτήσεις, που εμφανίζονται μετά την κοινοποίηση του κατασχετηρίου και μέχρι την υποβολή της δήλωσης πρέπει να περιλαμβάνονται στην τελευταία, εφόσον η έννομη σχέση ήταν γεννημένη κατά το χρόνο κοινοποίησης του κατασχετηρίου[6].
- ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΡΙΝΟΜΕΝΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Το Εφετείο έκρινε ότι το ανακόπτον – και ήδη αναιρεσείον – Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε επιβάλει κατάσχεση επί μελλοντικών απαιτήσεων του οφειλέτη, καθώς από το περιεχόμενο του κατασχετηρίου εγγράφου, το οποίο επιδόθηκε ηλεκτρονικά στην αναιρεσίβλητη τραπεζική εταιρία, δεν προέκυπτε σαφώς τέτοια πρόθεση ή αναφορά. Επιπλέον, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε επιδοθεί στην αναιρεσίβλητη το κατασχετήριο έγγραφο που προσκομίστηκε με την ανακοπή, παρά το γεγονός ότι το ηλεκτρονικά επιδοθέν κατασχετήριο περιείχε όλα τα απαραίτητα, κατά νόμο, στοιχεία.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε πως το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 30, 30Α, 30Β και 32 του ΚΕΔΕ[7]. Συγκεκριμένα, κατά τον Άρειο Πάγο, όταν το Δημόσιο επιβάλλει κατάσχεση τραπεζικών απαιτήσεων με ηλεκτρονική κοινοποίηση του κατασχετηρίου, η δέσμευση καταλαμβάνει και μελλοντικά ποσά που τυχόν κατατεθούν στους λογαριασμούς του οφειλέτη, μέχρι του συνολικού ποσού της κατάσχεσης, ακόμη κι αν στην ηλεκτρονική κοινοποίηση δεν αναγράφεται ειδικός κωδικός που να υποδηλώνει ρητώς κατάσχεση μελλοντικών απαιτήσεων.
Αυτό συμβαίνει διότι η ηλεκτρονική κοινοποίηση προς τα πιστωτικά ιδρύματα γίνεται βάσει συγκεκριμένων, μηχανογραφημένων και κωδικοποιημένων στοιχείων, τα οποία έχουν συμφωνηθεί ως υποχρεωτικό περιεχόμενο για την έγκυρη κοινοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΠΟΛ 1257/2013. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας μεταξύ Δημοσίου και τραπεζών (μέσω της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών ή της Ένωσης Συνεταιριστικών Τραπεζών), δεν κρίθηκε απαραίτητο να προβλεφθεί ξεχωριστός κωδικός για την κατάσχεση μελλοντικών απαιτήσεων.
Επιπλέον, τα έντυπα των κατασχετηρίων του Δημοσίου έχουν ενιαία, τυποποιημένη μορφή και περιλαμβάνουν πάγια τη διατύπωση: «Κατάσχω αναγκαστικά στα χέρια σας όσα οφείλετε ή μέλλει να οφείλετε». Έτσι, η φράση αυτή θεωρείται επαρκής για να καλύψει τόσο τις υφιστάμενες όσο και τις μελλοντικές απαιτήσεις του οφειλέτη προς το πιστωτικό ίδρυμα. Κατά συνέπεια, η κατάσχεση καταλαμβάνει και μελλοντικές πιστώσεις στους λογαριασμούς, ανεξαρτήτως του αν αυτές προέκυψαν μετά την κοινοποίηση του κατασχετηρίου, εφόσον η έννομη σχέση που τις γεννά υπήρχε ήδη κατά τον χρόνο της κοινοποίησης.
Ελισσάβετ-Άννα Βάλβη
Δικηγόρος
Δ.Μ.Σ. Χρηματοοικονομικού και Θεσμικού Πλαισίου των Αγορών Χρήματος και Κεφαλαίου,
Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
LL.M. in Forensics, Criminology and Law,
Law School, Maastricht University
[1] Νομοθετικό Διάταγμα 356/1974 (ΦΕΚ Α΄90/5.4.1974) με τίτλο «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων»
[2] Όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με την παρ.2 του άρθρου 67 του Νόμου 3842/2010 (ΦΕΚ Α΄58/23.4.2010) με τίτλο «Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις» και τροποποιήθηκε με την παράγραφο α’ υπό παρ.2 του άρθρου 3 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85/07.04.2014) με τίτλο «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις»
[3] Όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 66 του Νόμου 4170/2013 (ΦΕΚ Α΄163/12.7.2013) με τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ, ρύθμιση θεμάτων της Ε.Λ.Τ.Ε, αναμόρφωση Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. και άλλες διατάξεις»
[4] ΑΠ 503/2023, ΑΠ 671/2023, ΑΠ 688/2023, ΑΠ 1657/2022, ΑΠ 868/2022, ΑΠ 1384/2022, ΑΠ 414/2022
[5] ΑΠ 919/2019, ΑΠ 825/2018, ΑΠ 256/2011
[6] ΑΠ 415/2022, ΑΠ 825/2018
[7] Όπως αυτές συμπληρώνονται από τις ειδικές διατάξεις της εγκυκλίου ΠΟΛ 1257/4.12.2013 (εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 30Β ΚΕΔΕ) με τίτλο «Διαδικασία κοινοποίησης κατασχετηρίων για την επιβολή κατάσχεσης απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων και δήλωσης αυτών με ηλεκτρονικά μέσα κατ’ εφαρμογή των άρθρων 30Α και επόμενα του Ν.Δ. 356/1974 (Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων)»